οπίπα

οπίπα
ὀπίπα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ὀπίπα
ἐξαπατᾷ, ἀπατέων ἤ ἀπατῶν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. οπιπεύω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οπιπεύω — ὀπιπεύω και διάφ. τ. ὀπιπτεύω (Α) 1. παρακολουθώ με το βλέμμα, κοιτάζω επίμονα, με περιέργεια («δινεύων κατὰ οἶκον, ὀπιπεύσεις δὲ γυναῑκας;», Ομ. Οδ.) 2. ενεδρεύω, παραμονεύω, παραφυλάω 3. (ενεργ. και μέσ.) δελεάζω, εξαπατώ, αποπλανώ («δολεροῑσιν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”